ἀναπαυστήριος

ἀναπαυστήριος
ἀνα-παυστήριος or [suff] ἀνα-παυτήριος, [dialect] Ion. [pref] ἀμπ-, ον,
A of or for resting,

θῶκοι Hdt.1.181

.
II Subst. ἀναπαυτήριον, τό, time of rest,

οἱ θεοὶ τὴν νύκτα διδόασιν, κάλλιστον ἀ. X.Mem.4.3.3

.
2 place of rest, Luc.Am.18.
3 sound of trumpet for a halt, opp. τὸ ἀνακλητικόν, Poll.4.86.
III ἀναπαυστηρία, , prop for head of torsion-engine, Ph.Bel.76.17, cf. Hero Bel.89.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναπαυστήριος — ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον (Α) βλ. αναπαυτήριος …   Dictionary of Greek

  • ἀναπαυστήριον — ἀναπαυστήριος of masc/fem acc sg ἀναπαυστήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαυτήριον — ἀναπαυστήριος of masc/fem acc sg ἀναπαυστήριος of neut nom/voc/acc sg ἀναπαυτήριος of masc/fem acc sg ἀναπαυτήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπαυστήριοι — ἀναπαυστήριος of masc/fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαυστηρίοις — ἀναπαυστήριος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαυστήριοι — ἀναπαυστήριος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπαυτήριος — ια, ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον) [ἀναπαύω] 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”